-
1 плотный
плотный 1) πυκνός συμπαγής 2) (сытный) χορταστικός; \плотный завтрак το χορταστικό πρόγευμα* * *1) πυκνός; συμπαγής2) ( сытный) χορταστικόςпло́тный за́втрак — το χορταστικό πρόγευμα
-
2 плотный
плотн||ыйприл1. πυκνός, συμπαγής / κρουστός (о ткани):\плотныйая ма́сса ἡ συμπαγής μάζα·2. (о человеке) εὐρωστος, σωματώδης:\плотныйый мужчина εὐρωστος (или σωματώδης) ἀνδρας·3. (сытный) γερός:после \плотныйого обеда... μετά ἀπό γερό γεῦμα.. -
3 плотный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. πυκνος πηχτός σφιχτός• συμπυκνωμένος. || πυ-κνούφασμένος, κρουστός, κρουστόφαντος. || γερός• συνεκτικός•-ая бумага, кожа γερό χαρτί, δέρμα.
2. πολύ πυκνός συμπαγής• αδιαπέραστος.3. υπερπλήρης, γεμάτος κάργα, καργα-ρισμένος, τεζαρισμένος.4. εύρωστος, ρωμα-. λέος, σφιχτοδεμένος, κατάγερος.5. χορταστικός, άφθονος, πλούσιος.εκφρ.плотный огонь – πυκνά πυρά. -
4 компактный
компактныйприл συμπαγής, πυκνός. -
5 компактный
επ.συμπαγής, πυκνός, σφιχτός, συνεκτικός.
См. также в других словарях:
συμπαγής — ές, ΝΑ αδιάσπαστα συμπεπηγμένος σε ένα σώμα νεοελλ. 1. στερεός και πυκνός («συμπαγής μάζα») 2. ενωμένος με ισχυρούς δεσμούς («συμπαγές κόμμα») 3. φρ. «συμπαγής χώρος» μαθημ. ο χώρος για κάθε ανοιχτή κάλυψη τού οποίου υπάρχει μια πεπερασμένη… … Dictionary of Greek
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek
συμπαγής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. στερεός, πυκνός: Συμπαγή στρώματα της γης. 2. ενωμένος με στερεούς δεσμούς: Το κυβερνητικό κόμμα δεν είναι συμπαγές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νακτός — νακτός, ή, όν (Α) 1. συμπυκνωμένος, πυκνός, συμπαγής, στερεός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νακτά οι «πίλοι», τα πιλήματα, δηλαδή μαλλιά συμπιεσμένα, υφάσματα από συμπιεσμένα μαλλιά, κν. κετσές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νακ τού ρ. νάσσω «πιέζω,… … Dictionary of Greek
προσκολλώ — άω, ΝΑ 1. κολλώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο με κολλώδη ουσία, προσαρμόζω 2. παθ. προσκολλώμαι, άομαι·μτφ. εμμένω σταθερά, αφοσιώνομαι («ψυχαὶ προσκεκολλημέναι Θεῷ», Φίλ.) νεοελλ. 1. στρ. τοποθετώ προσωρινά αξιωματικό, υπαξιωματικό ή οπλίτη σε μια… … Dictionary of Greek
τροφώδης — ῶδες, Α [τροφή] 1. θρεπτικός 2. πυκνός, συμπαγής … Dictionary of Greek
ούλος — (I) η, ο (Α επικ και ιων. τ. οὖλος, η, ον) βλ. όλος νεοελλ. φρ. «είναι με τα ούλα του» δεν τού λείπει τίποτε, είναι τέλειος. (II) η, ο (ΑΜ οὖλος, η, ον) (για τρίχες) σγουρός, κατσαρός («οἱ ἐκ τῆς Λιβύης οὐλότατον τρίχωμα έχουσι πάντων ἀνθρώπων»,… … Dictionary of Greek
ναστός — ή, ὁ (ΑΜ ναστός, ή, όν) [νάσσω] 1. αυτός που έγινε με ισχυρή συμπίεση, πυκνά συμπιεσμένος, σφιχτός, πατικωμένος 2. αυτός που αποτελείται από την ίδια ύλη, από συμπιεσμένη μάζα, συμπαγής, στερεός, ο χωρίς κενό (μσν. αρχ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ναστόν … Dictionary of Greek
σφιχτός — ή, ό / σφίγκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και σφικτός, ή, ό Ν 1. αυτός που σφίγγει, που περιβάλλει κάτι πιεστικά, που συσφίγγει (α. «σφιχτό παπούτσι» β. «σφιχτός κόμπος» γ. «σφιγκτότεροι τοῡ δέοντος οἱ ἐπίδεσμοι», Παύλ. Αιγ.) 2. καλά σφιγμένος (α. «σφιχτή… … Dictionary of Greek
υπέρτονος — η, ο / ὑπέρτονος, ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. το υπέρτονο το κύριο, το μεσαίο, δοκάρι τής στέγης, η μεσόδμη νεοελλ. 1. συμπαγής, πυκνός 2. χημ. (για διάλυμα) υπερτονικός 3. φρ. «υπέρτονος ορός» ιατρ. διάλυμα ενός ανόργανου άλατος μέσα σε νερό, που… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek